- εξακριβωτής
- ο тот, кто уточняет, проверяет, контролирует
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξακριβωτής — ο αυτός που εξακριβώνει, βοηθά στην διαπίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Μεγδάνη] … Dictionary of Greek
εξακριβωτής — ο αυτός που εξακριβώνει, που κάνει την εξακρίβωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)